κάβος

κάβος
κάβος
Grammatical information: m.
Meaning: measure of grain = 4. ξέσται (LXX).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Orient.
Etymology: from Hebr. qaƀ. Cf. also Egypt. ḳb, Hemmerdinger, Glotta 46 (1968)247. Cf. on γάβαθον, and καβαθα.
Page in Frisk: 1,750

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάβος — ḳab masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάβος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 23 κάτ.) της Αίγινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιά. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 46 κάτ.) της Εύβοιας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Λιχάδος του …   Dictionary of Greek

  • κάβος — ο (λ. ισπαν.), ακρωτήριο ψηλό και κρημνώδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάβον — κάβος ḳab masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάβου — κάβος ḳab masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάβους — κάβος ḳab masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Samos — Gemeinde Samos Δήμος Σάμου …   Deutsch Wikipedia

  • κάβαισος — κάβαισος, ὁ (Α) αδηφάγος, άπληστος, λαίμαργος σύντροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κάβαισος, η οποία απαντά και ως ανθρωπωνύμιο, θεωρήθηκε από τους αρχαίους γραμματικούς σύνθετη από τα κάβος και αἶσα (πρβλ. Ἀγόρ αισος). Την άποψη όμως αυτή θέτει εν αμφιβόλω… …   Dictionary of Greek

  • κάμος — (I) κάμος, ὁ (Α) είδος μπίρας. (II) κάμος, ὁ (Α) είδος μέτρου, κάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κάβος (Ι)*] …   Dictionary of Greek

  • καβολάκι — καβολάκι, τὸ (Μ) μικρό ακρωτήριο, μικρός κάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάβος (II) με επίδραση συναφών υποκορ.] …   Dictionary of Greek

  • καβόνιος — ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στον κάβο, στο εβρ. μέτρο για σιτάρι και ψωμί 2. (για ψωμί) αυτό που είναι μέσα σε κάβο («άρτος καβόνιος») 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καβόνιον μέτρο σίτου και άρτου, κάβος (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κάβος (Ι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”